μίσθωση

μίσθωση
bail

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • μίσθωση — Όρος που στο ελληνικό δίκαιο δηλώνει τρία διαφορετικά είδη συμβάσεων, τη μ. εργασίας, τη μ. πράγματος και τη μ. έργου, που αποτελούσαν αρχικά, υπό τη ρωμαϊκή locatio conductio, ενιαίο τύπο σύμβασης. Η μ. εργασίας αποτελεί τη σύγχρονη διαμόρφωση… …   Dictionary of Greek

  • μίσθωση — η το νοίκιασμα ως προς τον ενοικιαστή: Έκαναν συμβόλαια για τη μίσθωση ενός διαμερίσματος. (Το νοίκιασμα ως προς τον ιδιοκτήτη λέγεται «εκμίσθωση».) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μισθώση — μίσθωσις letting for hire fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθώσῃ — μισθώσηι , μίσθωσις letting for hire fem dat sg (epic) μισθόω let out for hire aor subj mid 2nd sg μισθόω let out for hire aor subj act 3rd sg μισθόω let out for hire fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγροληψία — Σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο, α. είναι η μίσθωση αγροτικού κτήματος κατά την οποία το μίσθωμα για την παραχωρούμενη χρήση και κάρπωση δεν καταβάλλεται σε χρήμα, αλλά πάντοτε σε ποσοστό από τους παραγόμενους καρπούς. Ο μισθωτής αγρολήπτης… …   Dictionary of Greek

  • εκμισθώνω — και εκμισθώ ( όω) (AM ἐκμισθῶ) παραχωρώ για χρήση περιουσιακό στοιχείο με μίσθωση, νοικιάζω αρχ. ἐκμισθοῡμαι παίρνω με μίσθωση, νοικιάζω ως ενοικιαστής …   Dictionary of Greek

  • επίταξη — Είδος αναγκαστικής απαλλοτρίωσης κινητών πραγμάτων. Υπάρχουν πολλές νομικές μορφές ε., ανάλογα με τις ανάγκες που την επιβάλλουν. Για παράδειγμα, η αναγκαστική πώληση στην περίπτωση της ε. τροφίμων, η αναγκαστική μίσθωση στην περίπτωση ε.… …   Dictionary of Greek

  • μισθωτικός — ή, ό (ΑΜ μισθωτικός, ή, όν) [μισθωτής / μισθωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη μίσθωση («μισθωτικοί όροι») αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθωτική το επάγγελμα που αποφέρει μισθό, το επάγγελμα τού μισθωτού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • έκληψις — ἔκληψις, η (AM) μίσθωση, εργολαβία 2. ενοικίαση 3. είσπραξη δημόσιων φόρων αρχ. 1. συλλογή, μάζεμα 2. το να εκλαμβάνει κανείς κάτι κατά ορισμένον τρόπο, έννοια, σημασία 3. μόνωση 4. μουσ. η άνεση από οξύτερο φθόγγο σε βαρύτερο …   Dictionary of Greek

  • αγρομίσθωμα — Το χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο μισθωτής αγροτικού κτήματος στον εκμισθωτή του κτήματος αυτού. Το α., εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά ή δεν υπάρχει κάποια τοπική συνήθεια που να το κανονίζει, καταβάλλεται στο τέλος του μισθωτικού έτους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”